υψιμέδων

υψιμέδων
-οντος, ὁ, θηλ. ύψιμέδουσα, Α
1. (για τον Δία) αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει στα ύψη («ὑψιμέδοντα... θεῶν Ζῆνα», Αριστοφ.)
2. μτφ. (για βουνό) ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέδων «κυρίαρχος» (πρβλ. λαο-μέδων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑψιμέδων — ruling on high masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντα — ὑψιμέδων ruling on high masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντες — ὑψιμέδων ruling on high masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντι — ὑψιμέδων ruling on high masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντος — ὑψιμέδων ruling on high masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”